- ξενοκληρία
- η1. η κληρονομιά τών ξένων2. φρ. «ξενοκληρίας δικαίωμα»(στον μεσαίωνα) το δικαίωμα τού ηγεμόνα να κληρονομεί όποιον πέθαινε στην επικράτειά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κλῆρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Διομ. Κυριάκο].
Dictionary of Greek. 2013.